- αποθαλασσώνω
- [-ώ (ο)] μετ. приводить в полный беспорядок;1) — взлетать (о гидроплане);
αποθαλασσώνομαι [-ούμαι (ρ)] αμετ.
2) приходить в полный беспорядок;3) попадать в трудное положение
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αποθαλασσώνομαι [-ούμαι (ρ)] αμετ.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αποθαλασσώνω — αποθαλασσώνω, αποθαλάσσωσα βλ. πίν. 3 Σημειώσεις: αποθαλασσώνω : η ενεργ. φωνή χρησιμοποιείται λιγότερο σε σχέση με την παθητική … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αποθαλασσώνω — 1. ξεφεύγω απ την τρικυμία και φτάνω σε απάνεμο μέρος 2. επιφέρω πλήρη σύγχυση και ακαταστασία 3. ( ομαι) αφήνω την επιφάνεια της θάλασσας και ανυψώνομαι … Dictionary of Greek